κυματομηχανική

κυματομηχανική
Τμήμα της κβαντομηχανικής που περιγράφει τα στοιχειώδη σωματίδια με τη βοήθεια των κυματικών ιδιοτήτων τους. Αναπτύχθηκε από τη θεωρία του Ντε Μπρολί, σύμφωνα με την οποία ένα κινούμενο υλικό σωμάτιο μπορεί να θεωρείται επίσης κύμα υπό κάποιες συνθήκες (τα λεγόμενα υλικά κύματα). Η ανάπτυξη της κβαντομηχανικής οφείλεται στην αποτυχία της κλασικής φυσικής να εξηγήσει ένα πλήθος πειραματικών δεδομένων τα οποία αποδεικνύουν ότι –υπό ορισμένες συνθήκες– η ύλη μπορεί να παρουσιάζει κυματικές ιδιότητες εκτός από τις γνωστές σωματιδιακές, καθώς και ότι η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ενδέχεται να παρουσιάζει σωματιδιακές ιδιότητες εκτός από τις γνωστές της κυματικές ιδιότητες. Η τελευταία υπόθεση, που ανήκει στον Αϊνστάιν, προηγήθηκε αυτής των υλικών κυμάτων του Ντε Μπρολί και ουσιαστικά αποτέλεσε αφετηρία της. Αυτή η διττή συμπεριφορά της ύλης και της ενέργειας έγινε γνωστή μόνο έπειτα από πολυάριθμες ανεπιτυχείς προσπάθειες να αποδοθεί αποκλειστικά σωματιδιακός χαρακτήρας στην πρώτη και αποκλειστικά κυματικός χαρακτήρας στη δεύτερη. Ο συμβιβασμός των κυματικών και των σωματιδιακών ιδιοτήτων για την ύλη και την ενέργεια ονομάζεται δυϊσμός σωματιδίου-κύματος. Η υπόθεση που έκανε δυνατή την ανάπτυξη της κβαντομηχανικής οφείλεται στον Πλανκ και, σύμφωνα με αυτή την ενέργεια, δεν μπορεί να μεταβάλλεται κατά συνεχή τρόπο, αλλά μπορεί να λαμβάνει μόνο διακριτές τιμές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ευκινησία — Η ιδιότητα του ευκίνητου, η σβελτάδα. (Φυσ.) Η ταχύτητα, την οποία αποκτά ένα φορτισμένο σωμάτίδιο (ιόν) όταν κινηθεί σε ένα μέσον, υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου του οποίου η ένταση είναι ίση προς τη μονάδα. Στον ελεύθερο χώρο η κινητική… …   Dictionary of Greek

  • κβαντομηχανική — Θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ (Nόμπελ φυσικής 1918) και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν. Η θεωρία… …   Dictionary of Greek

  • μονοχρωματιστήρας — Συσκευή που έχει προορισμό να απομονώνει από δέσμη φωτεινών ακτινοβολιών μια ακτινοβολία δεδομένου μήκους κύματος, δηλαδή δεδομένου χρώματος (μονοχρωματικό φως)· κατ’ επέκταση, μ. καλείται και κάθε συσκευή ικανή να διαχωρίζει μια δέσμη ομοιογενών …   Dictionary of Greek

  • Μπρολί, Λουί Βικτόρ ντε- — (Luis Victor de Broglie, Ντιέπ 1892 – 1987). Γάλλος θεωρητικός φυσικός, ιδρυτής της κυματομηχανικής. Διπλωματούχος φιλόλογος από το 1910, αφιερώθηκε στις επιστημονικές μελέτες με την καθοδήγηση του μεγαλύτερου αδελφού του Μορίς, επίσης ικανού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”